Ο τίτλος είναι ίσως λίγο ανεπίκαιρος αλλά και όταν θα διαβάσετε το περιεχόμενο αυτού εδώ του άρθρου θα κατανοήσετε ότι το εν λόγω θέμα δε θα γινόταν ποτέ επίκαιρο ούτως ή άλλως. Όποιος διαβάζει αυτό το κείμενο περιμένει λογικά από το συντάκτη του να ξεκινήσει από αυτό το δημοψήφισμα που δεν έγινε. Λέω να αντιστρέψω τη λογική ροή και να ξεκινήσω από τα δημοψηφίσματα που έγιναν∙ έτσι νομίζω θα καταλάβετε καλύτερα για ποιο λόγο δεν έγινε το δημοψήφισμα για το οποίο μιλάω…
Για όσους δεν κατάλαβαν μέχρι τώρα, αναφέρομαι σε ένα δημοψήφισμα για την προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης (ΔΝΤ κτλ). Πριν προχωρήσω στα δημοψηφίσματα που έγιναν, να υπενθυμίσω ότι βάσει του άρθρου 44 παρ. 2 του Συντάγματος ισχύουν τα ακόλουθα: Ο Προέδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο.
1.
Το πρώτο δημοψήφισμα στην ιστορία του ελληνικού κράτους θα διεξαχθεί το Νοέμβριο του 1920. Στις εκλογές του ίδιου μήνα η αντιβενιζελική παράταξη θα λάβει 251 έδρες επί συνόλου 369 που σήμανε την ήττα του Βενιζέλου και της παράταξής του. " Για μεγάλο μέρος του λαού, ο βενιζελισμός δεν υποδηλούσε απαραίτητα και κοινοβουλευτική δημοκρατία στην πράξη, στο μέτρο που, στην προσωπική και αυθαίρετη εξουσία του επώνυμου βασιλιά, αντιπαρέθετε την προσωπική (κι ως εκ τούτου συχνά αυθαίρετη) εξουσία του Βενιζέλου. To δημοψήφισμα κάτω υπό τις συνθήκες που πραγματοποιήθηκε ήταν μοιραίο να αποβεί θετικό για τον Κωνσταντίνο, υπέρ της παλινόρθωσης του οποίου φερόταν να έχει ψηφίσει το 98% των ψηφοφόρων."
2.
Το δεύτερο δημοψήφισμα στην ιστορία του ελληνικού κράτους διεξήχθη στις 13 Απριλίου του 1924. Βρισκόμαστε λίγους μήνες μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923 με κυβέρνηση Αλ. Παπαναστασίου και τη Δ΄ Συνταντική Συνέλευση να ασχολείται με το πολιτειακό ζήτημα. Να υπενθυμίσω ότι μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπο την ηγεσία του βενιζελικού Ν. Πλαστήρα το οποίο εξαναγκάζει τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση.
Έτσι η Δ΄Συντακτική Συνέλευση κατά την προετοιμασία νέου Συντάγματος έπρεπε να ασχοληθεί με το πολιτειακό ζήτημα. Η απόφαση ήταν στα χέρια του λαού, ωστόσο πριν διεξαχθεί το δημοψήφισμα υπήρξε έντονο παρασκήνιο με 2 αντιμαχόμενες πλευρές. Η μία πλευρά υποστήριζε ότι έπρεπε να ανακηρυχθεί η κοινοβουλευτική –αβασίλευτη- Δημοκρατία με ψήφισμα της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης και μετά να γίνει δημοψήφισμα για την επικύρωση αυτού του ψηφίσματος. Η άλλη πλευρά (μετριοπαθείς υπό Βενιζέλο) υποστήριζε ότι δεν πρέπει να υπάρξει ψήφισμα και ανακήρυξη του πολιτεύματος από τη Συνέλευση αλλά να γίνει κατευθείαν δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο λαός ανεπηρέαστος. Τελικά τη διαπάλη αυτή κέρδισε η πλευρά Παπαναστασίου που ήθελε πρώτα ψήφισμα-απόφαση της Συνέλευσης για την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας και μετά δημοψήφισμα. Το 69,95% ψήφισε υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας ενώ το 30,05% υπερ της βασιλείας. Όλα τα κόμματα ακόμα και του Μεταξά αναγνώρισαν το αποτέλεσμα εκτός από το Λαϊκό Κόμμα…
3.
Το επόμενο δημοψήφισμα διεξάγεται στις Νοεμβρίου του 1935, έχουν προηγηθεί όμως πολλά μέχρι τη διεξαγωγή του. Το Μάρτιο του 1935 εκδηλώνεται βενιζελικό κίνημα… όπου διαβάζετε τη λέξη κίνημα για την περίοδο εκείνη αυτό σημαίνει πάντοτε εμπλοκή στρατού… Το βενιζελικό κίνημα έγινε σύμφωνα με το Βενιζέλο για την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος από την κυβέρνηση Τσαλδάρη και τους αντιβενιζελικούς. Το κίνημα απέτυχε, η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση πολιορκίας από την κυβέρνηση Τσαλδάρη χωρίς να ζητήσει την άδεια της Βουλής και ενεργοποιεί τους 2 μεταγενέστερους δικτάτορες (Κονδύλη και Μεταξά) στον αγώνα της κατά των Βενιζελικών. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη μετά το σφετερισμό της νομοθετικής εξουσίας και την έκδοση σωρείας αναγκαστικών νόμων για τη δίωξη των φιλοβενιζελικών πλέον ιδιοποιείται και συντακτικών εξουσιών. Εκδίδει συντακτικές πράξεις που καταργούν τη Γερουσία (νομοθετικό σώμα) και διαλύουν τη Βουλή συγκαλώντας Εθνοσυνέλευση για μεταρρύθμιση του Συντάγματος. Όλα τα παραπάνω έπρεπε να γίνουν με άδεια-απόφαση της Βουλής και όχι απλά κυβερνητικές αποφάσεις. Ο Βενιζέλος και ο Πλαστήρας καταδικάζονται ερήμην σε θάνατο. Ο Μεταξάς (αρχηγός κόμματος) θέτει θέμα πολιτειακό, ζητά την προκήρυξη εκολγών ώστε η βουλή που θα προκύψει να είναι Συντακτική. Κονδύλης (πρώην βενιζελικός) και Μεταξάς «εργάζονται» για την παλινόρθωση της βασιλείας.
Στις εκλογές του Ιούνη του 1935 –με πλειοψηφικό σύστημα- τα κυβερνητικά κόμματα (Τσαλδάρη και Κονδύλη) παίρνουν το 65%, η «Ένωση βασιλοφρόνων» του Μεταξά το 14,8%. Τα φιλοβενιζελικά κόμματα απέχουν από την εκλογική διαδικασία μετά από υπόδειξη του Βενιζέλου. Μετά τις εκλογές συνέρχεται η Ε΄πλέον Εθνική Συνέλευση και αποφασίζει διενέργεια δημοψηφίσματος για πολιτειακό στις 3 Νοεμβρίου του 1935. Τον Οκτώβριο του 1935 εκδηλώνεται πραξικόπημα φιλοβασιλικό με σκοπό την παλινόρθωση της βασιλείας χωρίς τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Οι πραξικοπηματίες παραδίδουν την εξουσία τελικά στο στρατηγό Κονδύλη για να διοριστεί πρωθυπουργός. Ο δικτάτορας Κονδύλης καταθέτει σχετικό ψήφισμα περί καταργήσεως του πολιτεύματος της αβασίλευτου Δημοκρατίας. Ο άλλοτε «δημοκρατικός» Κονδύλης ακραιφνής βασιλικός τώρα επιβάλει στρατιωτικό νόμο. Την επόμενη της κατάλυσης του πολιτεύματος το διάγγελμα του Κονδύλη στον Ελληνικό λαό ανάμεσα στα άλλα αναφέρει ότι αποστολή της κυβέρνησης του είναι η επαναφορά του βασιλέως.
Μετά από αυτό δεν είναι δύσκολο να φανταστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1935. 97,88% υπερ της επαναφοράς της βασιλείας και μόλις 2,12% υπέρ της δημοκρατίας.
4.
Το επόμενο δημοψήφισμα θα διεξαχθεί την 1η Σεπτεμβρίου του 1946. Έχουν προηγηθεί εκλογές το Μάρτιο του 1946 όπου επικρατούν οι συντηρητικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Τσαλδάρη ο οποίος υποστηρίζει ότι στη χώρα ισχύει ακόμα το Σύνταγμα του 1864/1911 (βασιλευομένη Δημοκρατία). Εκδίδεται μάλιστα ψήφισμα που καλεί το λαό να ψηφίσει όχι ανάμεσα στη δημοκρατία και τη βασιλεία αλλά για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά. Τα ψηφοδέλτια μάλιστα του δημοψηφίσματος ήταν 2. Αυτό που έγραφε «βασιλεύς Γεώργιος» και το λευκό. Το εκλογικό σώμα μέσα σ’ ένα κλίμα τρομοκρατίας επέλεξε τον «ασφαλή» και λιγότερο «οδυνηρό δρόμο» της παλινόρθωσης. Μπροστά στο δίλημμα επιστροφή του Γεωργίου ή πολιτειακή κρίση και ρευστότητα τα αποτελέσματα έδωσαν 68,41% υπέρ της επιστροφής του Γεωργίου Β΄ έναντι 31,59%...
5. & 6.
Κατά την περίοδο της Χούντας διεξήχθησαν 2 δημοψηφίσματα. Η λέξη δημοψήφισμα σε μια πρόταση που εμπεριέχει τη λέξη χούντα μοιάζει με ανέκδοτο αλλά και τα προηγούμενα δημοψηφίσματα δε διεξήχθησαν σε πολύ καλύτερες συνθήκες.
Το πρώτο «δημοψήφισμα» κατά τη διάρκεια της Επταετίας ήταν και το πρώτο και τελευταίο μέχρι σήμερα που δεν είχε να κάνει με το πολιτειακό δίλημμα –αβασίλευτη ή βασιλευόμενη δημοκρατία- αλλά με την υιοθέτηση από το λαό «συνταγματικού κειμένου». Ο Ολλανδός βουλευτής Μαξ Βαν ντερ Στουλ σε σχετική έκθεση για το Συμβούλιο της Ευρώπης έγραφε: «το δημοψήφισμα διεξήχθη υπό το κράτος του στρατιωτικού νόμου… τη στιγμή που ο κατασταλτικός μηχανισμός –στρατός, αστυνομία, διοίκηση- δεν έμεινε αμέτοχος αλλά συμμετείχε σε μια τεράστια προπαγάνδα σε μια τεράστια εκστρατεία προπαγάνδας και εκφοβισμού υπέρ του «ναι»… ενώ καταγγελλόταν επίσημα εκ των προτέρων κάθε ψήφος υπέρ του «όχι» ως απόδειξη «αντεθνικών πεποιθήσεων…»
Αυτό που επιζητούσε η τρόικα των συνταγματαρχών ήταν μια κατ’ επίφαση και νομιμοφανή και καλά λαϊκή επικύρωση του καθεστώτος…
Το δημοψήφισμα-φάρσα έγινε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1968. Το «ναι» έλαβε το 91,87% των ψήφων. Η αποχή έφτασε το 22,52%.
Προκηρύχθηκε και άλλο «δημοψήφισμα» κατά την Επταετία. Αυτή τη φορά το δημοψήφισμα ήταν για την επικύρωση ή μη ψηφίσματος που καταργούσε το βασιλιά και διόριζε τον Παπαδόπουλο πρόεδρο της δημοκρατίας. Η αποχή έφτασε στο 25,35% αυτή τη φορά με το 72,2 των ψηφοφόρων να ψηφίζουν στην ουσία την κατάργηση του βασιλικού θεσμού και την τοποθέτηση του Παπαδόπουλου στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας.
Ας μην ξεχνιόμαστε λοιπόν ότι και επί της επταετίας τυπικά το πολίτευμα ήταν δημοκρατία… τα πολιτεύματα δεν τα κάνουν όμως οι τύποι και αυτό δεν ισχύει μόνο για τότε αλλά και για σήμερα.
7.
Και φτάνουμε στο τελευταίο δημοψήφισμα, αυτό του 1974 το οποίο αναφέρεται ως το μοναδικό ελεύθερο και δημοκρατικό δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα διενεργείται το Δεκέμβριο του 1974 μετά τη νίκη Καραμανλή στις εκλογές. Αποφασίζεται από τους αρχηγούς των κομμάτων να μην έρθει ο Κωνσταντίνος ο Β’ στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του δημοψηφίσματος. Επίσης ο Καραμανλής κρατά μια αμφιλεγόμενη από πολλούς ουδετερότητα που «ανάγκασε» βουλευτές από το κόμμα του να μην προβούν σε ανοιχτή προπαγάνδα υπέρ του βασιλιά… Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος γνωστό, 69,18% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και 30,82% υπέρ της βασιλευομένης.
Από τα παραπάνω και όχι μόνο, τα δικά μου συμπεράσματα είναι ότι η διενέργεια δημοψηφίσματος στην Ελλάδα είχε να κάνει πάντοτε με το δίπολο αβασίλευτη ή βασιλευομένη δημοκρατία. Υπόψη ότι αβασίλευτη –ακόμα και στο δημοψήφισμα του 1974- δε σήμαινε κατ’ ανάγκη προεδρευομένη δημοκρατία. Το αν θα ήταν προεδρευομένη ή προεδρική (=δλδ εκλογή προέδρου απευθείας από το λαό και άρα περισσότερες εξουσίες στον πρόεδρο) ήταν κάτι που θα το αποφάσιζε η Συντακτική Συνέλευση, Βουλή.
Η αλήθεια είναι ότι στα δημοψηφίσματα πάντοτε γίνεται επιλογή μεταξύ 2 θέσεων, μεταξύ ενός «ναι» ή ενός «όχι», ενός «υπέρ» ή ενός «κατά». Αυτό σημαίνει ότι τα δημοψηφίσματα δεν προσφέρονται για πολύπλοκα ζητήματα ή θέματα. Βέβαια έχει πάντα σημασία πώς τίθεται το ερώτημα και όχι μόνο. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι είναι αλλιώς να τεθεί ένα ερώτημα του τύπου «είστε υπέρ ή κατά της προσφυγής της χώρας στο μηχανισμό στήριξης;» από ένα ερώτημα του τύπου «προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης ή χρεοκοπία;»
Το θέμα της προσφυγής στο ΔΝΤ ή όχι είναι κατεξοχήν εθνικό θέμα υπό την έννοια ότι υποθηκεύει-επηρεάζει το μέλλον ολόκληρης της χώρας. Είναι θεμελιώδους σπουδαιότητας και κομβικής σημασίας για να μην έχει άποψη ο λαός επ’ αυτού.
Ωστόσο αν θυμηθούμε την πρόσφατη και μη ιστορία του τόπου σχεδόν πάντοτε υπήρχαν μονόδρομοι μόνο. Οπότε αφού δεν υπάρχει άλλη διέξοδος δε χρειάζεται να γίνει δημοψήφισμα. Επίσης σε κομβικής σημασίας θέματα, όταν συμφωνούσαν οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις –βλ. ευρωσύνταγμα, μαάστριχτ κτλ- πάλι έκριναν ότι δε χρειάζεται δημοψήφισμα με το εξής σκεπτικό∙ ότι αφού συμφωνούμε τα 2 μεγάλα κόμματα που εκπροσωπούμε πάνω από το 80% των ψηφοφόρων, άρα το δημοψήφισμα δεν έχει νόημα… Αγνοούν βέβαια αυτοί που κάνουν αυτούς τους συλλογισμούς ότι στα κομβικής και εθνικής σημασίας θέματα σημασία έχει να επιλέξει ο λαός και να λάβει αυτός τις αποφάσεις. Η δημοκρατία δεν έχει να κάνει με το αποτέλεσμα αλλά με τη διαδικασία. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου ο λαός θα αποφάσιζε κατά πλειοψηφία αντίθετα με την κυβερνητική βούληση. Εκεί δε γίνεται δημοψήφισμα με τη δικαιολογία ότι οι πολιτικοί πρέπει να είναι μπροστά από το λαό, ότι γνωρίζουν καλύτερα τα πράγματα και άρα πρέπει να λάβουν αποφάσεις και κόντρα στη λαϊκή βούληση…
Εν ολίγοις στην Ελλάδα ζητάνε δημοψηφίσματα –είτε μπορούν να τα επιβάλουν είτε όχι- μόνο αυτοί που πιστεύουν ότι μπορεί να τα κερδίσουν.
Ένα δημοψήφισμα για να είναι πραγματικά δημοκρατικό, ελεύθερο και ανόθευτο δεν αρκεί να υπάρχει μια εγκαθιδρυμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Απαιτείται να υπάρχει μια ολοκληρωμένη ενημέρωση και σφαιρική πληροφόρηση από τα μ.μ.ε αλλά και κάτι άλλο, να αποφασίζουν όλοι οι πολίτες σε ισότιμη βάση. Ισότιμη βάση δε σημαίνει απλώς η ψήφος όλων να είναι τυπικά ισοδύναμη. Ακόμη και αν στην Ελλάδα το πολίτευμα ήταν άμεση δημοκρατία, διαφορετική βαρύτητα έχει η ψήφος ενός εργαζόμενου που είναι ένας κόκκος άμμου στην έρημο κι άλλη ενός καναλάρχη, ενός μεγαλοεπιχειρηματία, κάποιου που έχει εξουσία στα χέρια του κτλ. Στην κάλπη όλες οι ψήφοι μετράνε το ίδιο, το παιχνίδι όμως παίζεται πριν μπει το ψηφοδέλτιο στην κάλπη. Αν δεν υπάρχει ισοκρατία, δεν μπορεί να ληφθούν αποφάσεις από ισότιμη βάση. Η λέξη ισοκρατία δεν υπάρχει στο λεξικό, ίσως γιατί κάποιοι δε θέλουν ή δεν μπορούν να πιστέψουν ότι μπορεί να υπάρξει τέτοιο πολίτευμα. Όπως είναι δύσκολο να υπάρξει και σφαιρική ενημέρωση και πληροφόρηση από τα κυρίαρχα μ.μ.ε, τα οποία όμως θα επηρεάσουν και θα διαμορφώσουν συνειδήσεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με τα συμφέροντα των ιδιοκτητών ή των εντολέων τους.
Επομένως έχει διαφορετική βαρύτητα η ψήφος ενός εργάτη, εργαζόμενου, μισθωτού ή μη μέσα σε ένα πλαίσιο καπιταλιστικής οικονομίας κι άλλη όταν ο ίδιος ο εργάτης-εργαζόμενος αποφασίζει ο ίδιος για την τύχη της επιχείρησης στην οποία δουλεύει και δεν υπάρχουν αφεντικά ή ιδιοκτήτες. Νομίζω γίνεται εύληπτο ότι ανάλογα με το διαμορφωμένο περιβάλλον στο οποίο ζούμε αλλάζει και η βαρύτητα κάποιων επιλογών και πραγμάτων.
Έτσι ένα δημοψήφισμα σε καιρό δημοκρατίας ναι μεν είναι ελεύθερο αλλά δεν είναι ανόθευτο και μάλιστα μπορεί να αποβεί ακόμα πιο επικίνδυνο, γιατί δίνει ακόμα μεγαλύτερη εξουσία και δύναμη στους εκάστοτε κυβερνώντες, δημιουργώντας μια επίφαση και ψευδαίσθηση δημοκρατικότητας.
Ακόμα και στην περίπτωση του μνημονίου και της προσφυγής στο ΔΝΤ, όπου δημοψήφισμα δεν έγινε γιατί σύμφωνα με τους κυβερνώντες υπήρχε μόνο ένας δρόμος, άρα ποιο το νόημα να κάνουμε δημοψήφισμα, δεν είναι βέβαιο προς τα πού θα έκλινε η ψαλίδα στο τέλος αν τελικά προκηρυσσόταν δημοψήφισμα. Ο πραγματικός λόγος που δεν έγινε ήταν γιατί οι κυβερνώντες πίστευαν ότι δε θα το κερδίσουν ή ότι θα έπρεπε να κάνουν έναν τεράστιο προπαγανδιστικό αγώνα με τα μ.μ.ε στην πλάτη τους και το δίλημμα, ΔΝΤ ή χρεοκοπία προκειμένου να κερδίσουν. Μεγάλο το ρίσκο…
Νομίζω μετά από όλα αυτά εξηγείται πλήρως η θέση του γιατί ίσως το θέμα δε θα μπορούσε να είναι ποτέ επίκαιρο, γιατί δημοψήφισμα θα υπήρχε πιθανότητα να γίνει μόνο αν η εκάστοτε κυβέρνηση και πολιτική, επιχειρηματική, εκδοτική ελίτ πίστευε ότι θα το κερδίσει.
Και ένας τελευταίος λόγος για τον οποίο δε γίνονται δημοψηφίσματα στην Ελλάδα είναι γιατί προφανώς η εκάστοτε κυβέρνηση δεν έχει ποτέ την απόλυτη πλειοψηφία (51%) του εκλογικού σώματος… στα δημοψηφίσματα όμως ισχύει η απλή αναλογική…
Κατ’ εμέ λοιπόν σε δημοκρατίες μαζικής χειραγώγησης το δημοψήφισμα από μέσο αυθεντικής έκφρασης της λαϊκής βούλησης με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες μπορεί να καταστεί σε απατηλή ψευδαίσθηση μιας κατ επίφαση δημοκρατικότητας.
Βιβλιογραφικές πηγές:
1. Παύλου Πετρίδη, Πολιτικές δυνάμεις και συνταγματικοί θεσμοί στη νεώτερη Ελλάδα (1844-1940)
2. Γιώργου Αναστασιάδη, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική και Συνταγματική ιστορία (1940-1986)